- φυσίαμα
- φῡσί-ᾱμα [pron. full] [ῐ], ατος, τό,A breathing hard, blowing,
ῥέγκουσι δ' οὐ πλατοῖσι φυσιάμασιν A.Eu.53
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ῥέγκουσι δ' οὐ πλατοῖσι φυσιάμασιν A.Eu.53
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φυσίαμα — τὸ, Α [φυσιῶ] δυνατό φύσημα, ρουθούνισμα … Dictionary of Greek
φυσιάμασιν — φῡσιά̱μασιν , φυσίαμα breathing hard neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)